- θυμολεοντοφθόρος
- θυμολεοντοφθόρος, -ο (Α)πάπ. αυτός που έχει τόση τόλμη ώστε να σκοτώσει λιοντάρι ή που είναι τόσο φθοροποιός ώστε να συντρίψει και την άγρια διάθεση ενός λιονταριού.[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο-* + λεοντο-φθόρος (< λεων-τος + -φθορος < φθείρω), πρβλ. δημο-φθόρος, ψυχο-φθόρος].
Dictionary of Greek. 2013.